- πειθαρχείο(ν)
- το1. στρατιωτικό κρατητήριο όπου κρατούνται κατά τη διάρκεια τής νύχτας και τού ελεύθερου χρόνου τής ημέρας οι στρατιώτες που έχουν τιμωρηθεί με ποινή φυλάκισης ή κατά τη διάρκεια ολόκληρου τού 24ώρου αν έχουν τιμωρηθεί με αυστηρά φυλάκιση2. ειδικό κελί τών φυλακών όπου κρατούνται οι φυλακισμένοι όταν παραβιάζουν τον εσωτερικό κανονισμό τών φυλακών, αλλ. απομόνωση.[ΕΤΥΜΟΛ. < πείθαρχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Ιω. Κωνσταντινίδη].
Dictionary of Greek. 2013.